Τα Πουρνάρια
Πριν την Κυριακή της Αποκριάς, οι νέοι της Δολίχης, χωριστά από κάθε γειτονιά, μετέβαιναν στο βουνό «Ξύλο» και στην τοποθεσία «Νικολίτσα» -η οποία βρίσκεται μπροστά από τα ισιώματα του βουνού- ώστε να προμηθευτούν τα πουρνάρια για το άναμμα των φανών (νουφανών ή νταμπρέδων) την Κυριακή της Αποκριάς.
Για τη μεταφορά χρησιμοποιούσαν τα άλογά τους. Τα πουρνάρια τα εναπόθεταν στις γειτονιές τους (Μετόχι, Αϊντίνι, Τσουφλίκι, Σουγλάδες, Λιολιάδες, Σχολείο· από το 1963 ο νταμπρές του Σχολείου μεταφέρθηκε στην πλατεία).
Οι Δολιχαίες έψηναν την καθιερωμένη γαλατόπιτα ή τυρόπιτα από τα σαράντα φύλλα που είχαν ήδη ψήσει την προηγούμενη εβδομάδα. Οι πίτες αυτές αποτελούσαν το δείπνο της Κυριακής.
Η συγχώρεση
Πριν το δείπνο αυτό, τα μέλη της οικογένειας συγχωρούνταν μεταξύ τους, καθώς και μεταξύ των συγγενών τους. Οι νύφες έπρεπε να τιμήσουν τον πεθερό τους με προσκύνημα και χειροφίλημα.
Η Χάσκα
Αφού τελείωνε το δείπνο σειρά είχε το έθιμο της «Χάσκας». Ο πατέρας ή ο παππούς της οικογένειας με ένα αδράχτι και σκοινί, από το οποίο κρεμόταν ένα δεμένο, βρασμένο και καθαρισμένο αυγό παρότρυνε τα παιδιά να το πιάσουν με το στόμα και όποιο θα το κατάφερνε θα κέρδιζε ένα φιλοδώρημα.
Οι Νταμπρέδες
Με το πέρας της χάσκας, οι Δολιχαίοι ήταν έτοιμοι να βγουν στις γειτονιές τους για να χορέψουν στους νταμπρέδες τους που άναβαν εκείνη την ώρα. Μεταμφιεσμένοι σε καρναβάλια ξεκινούσαν το χορό με το τραγούδι: «Την τρανή την Αποκριά, όποιος δεν μπρε-μπρε-μπρε, όποιος δεν χορεύει απόψε, μαύρος γάτος θα τον φάει, παρδαλός θα τον τσιμπήσει, και μουργκός θα τον φιλήσει (σ.σ. ή θα τον γ***σει)». Τραγουδούσαν και χόρευαν γύρω από τη φωτιά τραγούδια γνωστά όπως: «Πώς το τρίβουν το πιπέρι καλογριές και καλογέροι». Τα περισσότερα τραγούδια, ωστόσο, ήταν παραδοσιακά που τραγουδιούνταν σε όλες τις εκδηλώσεις. Οι νέοι επισκέπτονταν και τους άλλους φανούς και διασκέδαζαν έως στις 12 τα μεσάνυκτα, περίπου (σ.σ. ή μέχρι το σβήσιμο της φωτιάς), όταν η εκδήλωση του Νταμπρέ έληγε.
Καθαρά Δευτέρα
Την Καθαρά Δευτέρα, οι γυναίκες μάζευαν άγρια χόρτα από τους αγρούς για την παρασκευή του καθιερωμένου «μπουρανιού», το οποίο γινόταν με τα άγρια χόρτα, αλεύρι και αλάτι. Ορισμένες γυναίκες, μάλιστα, νήστευαν μέχρι την επόμενη Τετάρτη, απέχοντας ακόμη και από το νερό. Τη νηστεία αυτή την ονόμαζαν «Τριομέρι» και μεταλάβαιναν στη Θεία Λειτουργία που τελούταν την Τετάρτη.
Στη Θεία Λειτουργία μοίραζαν ψωμάκια, τα οποία οι γυναίκες είχαν επιμεληθεί στο χρονικό διάστημα του «Τριομεριού».
Το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας, οι νέοι κρεμούσαν ανάποδα τα σκυλιά που υπήρχαν στις γειτονιές (δίχως να τα κακοποιούν), όπως επέτασσε το έθιμο για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων. Κατά την έναρξη της νηστείας για τη σαρακοστή όλες οι νοικοκυρές καθάριζαν τα οικιακά σκεύη ώστε να εξαφανιστούν εντελώς τα λίπη. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν απορρυπαντικά, οι Δολιχαίες χρησιμοποιούσαν τη λεγόμενη «Κασταλαή», η οποία προέκυπτε από τη στάχτη που έριχναν σε βρασμένο νερό.
Τέλος, στις λιγοστές βρύσες που υπήρχαν, οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα της οικογένειάς τους και μασκάρευαν τους περαστικούς με τη μαύρη κάπνα του καζανιού -το οποίο χρησίμευε στο βράσιμο του νερού- ή με την μαύρη μπογιά των παπουτσιών που μετέφεραν μαζί τους γι’ αυτόν το λόγο.