Τη Μεγάλη Πέμπτη, οι Δολιχαίες έβαφαν τα αβγά και ζύμωναν το πασχαλόψωμο. Το λέγανε «φτασμιδίτικο» και παρασκευαζόταν όπως τα τσουρέκια, αλλά η μαγιά γινόταν με βασιλικό και ρεβίθια. Το φταμιτζίδικο το έψηναν εκείνη την ημέρα και το έτρωγαν την Κυριακή του Πάσχα.
Το πρωί της Μ. Πέμπτης, οι γυναίκες τοποθετούσαν συμβολικά ένα κόκκινο πανί που σήμαινε το θάνατο του Χριστού, συνήθως, στην αυλή του σπιτιού. Έβαφαν, ακόμη, με κόκκινη μπογιά σε σχήμα σταυρού τα μέτωπα των παιδιών, καθώς και τις πλάτες των προβάτων.
Την Μ. Πέμπτη και την Μ. Παρασκευή, οι νέες ανύπανδρες κοπέλες μάζευαν λουλούδια για το στολισμό του επιταφίου. Ο στολισμός ξεκινούσε από το πρωί της Μ. Παρασκευής.
Την Μ. Παρασκευή γινόταν η περιφορά του επιταφίου. Η βασική εκκλησία της Δολίχης ήταν ο ιερός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Το Μ. Σάββατο, οι Δολιχαίοι περίμεναν την Ανάσταση και οι περισσότεροι παρευρίσκονταν στη Θεία Λειτουργία που ακολουθούσε.
Την Κυριακή του Πάσχα, στη Δολίχη, το αρνί ψηνόταν στο φούρνο μέχρι τα τέλη, περίπου, της δεκαετίας του 1970, καθώς έπειτα ο οβελίας ψήνεται στη σούβλα. Ακολουθούσε χορός στην κεντρική πλατεία με τραγούδια χαρμόσυνα για την Ανάσταση από το απόγευμα της Κυριακής έως όταν νύχτωνε.
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα (δεύτερη Ανάσταση), μετά τη Θεία Λειτουργία, ακολουθούσε χορός πάλι στην κεντρική πλατεία. Από το απόγευμα οι νέοι και οι νέες μόνο μετέβαιναν για γλέντι στην τοποθεσία «Αϊντίνι» μέχρι που νύχτωνε. Το ίδιο συνέβαινε και την Τρίτη μετά το Πάσχα.
Ο χορός αυτός που διαρκούσε τρεις μέρες έδειχνε τη χαρά των ανθρώπων για την Ανάσταση, αλλά και την ανάγκη του κόσμου για διασκέδαση.
Τα παραπάνω συνέβαιναν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, χωρίς να είναι γνωστό πως και πότε ακριβώς ξεκίνησαν.