DOLICHE

Community

Συσχέτιση της Συριακής Δολίχης με τη Θεσσαλική Δολίχη: Ιστορική και Ονοματολογική Προσέγγιση

Η μελέτη των πόλεων της ελληνιστικής βόρειας Συρίας αποκαλύπτει ένα πυκνό δίκτυο οικισμών που φέρουν ονόματα άρρηκτα συνδεδεμένα με τον ελλαδικό χώρο και τη Μακεδονία. Μία τέτοια περίπτωση είναι και η Δολίχη της Κομμαγηνής, η οποία παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη ονοματολογική ταύτιση με τη Δολίχη της βόρειας Θεσσαλίας, στην περιοχή της Περραιβίας.

Η Ονοματοδοσία ως Πολιτική Στρατηγική

Η επικρατούσα ιστορική υπόθεση υποστηρίζει ότι η συριακή Δολίχη υπήρξε σελευκιδική ίδρυση, πιθανότατα από τον Σέλευκο Α’ Νικάτορα ή τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο. Η επιλογή του ονόματος δεν ήταν τυχαία, καθώς αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης αποικιακής στρατηγικής των Σελευκιδών, οι οποίοι συνήθιζαν να δίνουν σε νέες πόλεις ονόματα από την πατρίδα τους, όπως η Βέροια, η Χαλκίδα, η Λάρισα και ο Ευρωπός. Μέσω αυτής της πρακτικής, οι ηγεμόνες επεδίωκαν να «αναδημιουργήσουν» το τοπίο της πατρίδας τους στη νέα επικράτεια, ενισχύοντας τους δεσμούς των αποίκων με τον τόπο καταγωγής τους.

Ιστορικό Πλαίσιο και Άποικοι

Η ίδρυση τέτοιων οικισμών τοποθετείται χρονικά στην περίοδο των Διαδόχων, όταν οι άποικοι μεταφέρθηκαν συχνά απευθείας από τις πόλεις των οποίων τα ονόματα υιοθετήθηκαν. Στην περίπτωση της Δολίχης, εικάζεται ότι ο αρχικός πληθυσμός περιλάμβανε Θεσσαλούς αποίκους. Αυτό ενισχύεται από το παράδειγμα άλλων πόλεων της περιοχής, όπως η Λάρισα Σίζαρα, η οποία κατοικήθηκε από Θεσσαλούς ιππείς που έλαβαν γη ως ανταμοιβή για τη γενναιότητά τους. Η Δολίχη βρισκόταν σε στρατηγική τοποθεσία, συνδέοντας τη Μεσοποταμία με τον μεσογειακό κόσμο, γεγονός που την καθιστούσε ιδανικό σημείο για την εγκατάσταση Ελλήνων και Μακεδόνων αποίκων.

Αρχαιολογικές Ενδείξεις και Μετασχηματισμός

Παρά την ονοματολογική σύνδεση, οι σύγχρονες έρευνες σημειώνουν ότι η Δολίχη μπορεί να προϋπήρχε ως τοπικός οικισμός, καθώς οι ανασκαφές στο ιερό του λόφου Dülük Baba Tepesi δείχνουν λατρευτική δραστηριότητα ήδη από την εποχή του Σιδήρου. Ωστόσο, η πόλη υπέστη έναν ριζικό εξελληνισμό κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται μια σημαντική μεταμόρφωση με την υιοθέτηση ελληνικών προτύπων, όπως η χρήση ashlar τοιχοποιίας και η ευρεία κυκλοφορία ελληνιστικής κεραμικής.

Συμπέρασμα

Η συσχέτιση μεταξύ των δύο πόλεων βασίζεται στην τεκμηριωμένη πρακτική των Μακεδόνων ηγεμόνων να μεταφέρουν τοπωνύμια από τον ελλαδικό χώρο στην Ανατολή για να προσδώσουν οικειότητα και πολιτιστική ταυτότητα στις νέες τους κτήσεις. Η Δολίχη της Συρίας λειτούργησε ως ένας «πολιτιστικός καθρέφτης» της Θεσσαλίας στην καρδιά της Εγγύς Ανατολής.

Αναλογία: Η μετονομασία της Δολίχης από τους αποίκους μοιάζει με την πρακτική των Ευρωπαίων μεταναστών που ίδρυσαν πόλεις όπως η «Νέα Υόρκη». Μετέφεραν το όνομα της παλιάς τους πατρίδας σε μια νέα τοποθεσία, όχι μόνο για να την τιμήσουν, αλλά και για να νιώσουν οικεία σε ένα ξένο περιβάλλον, μετατρέποντας το άγνωστο τοπίο σε μια προέκταση του σπιτιού τους.

—————————————————-

Η Δολίχη της Κομμαγηνής: Ονοματοδοσία, ίδρυση και εξελληνισμός

Ο Getzel M. Cohen εξετάζει τη Δολίχη της Συρίας (Κομμαγηνή) στο πλαίσιο της σελευκιδικής πολιτικής ονοματοδοσίας και αποικισμού. Υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο «Δολίχη» πιθανότατα προέρχεται από την ομώνυμη πόλη της Περραιβίας στη βόρεια Θεσσαλία, εντασσόμενο σε μια ευρύτερη και συνειδητή πρακτική των Σελευκιδών —και ιδίως του Σελεύκου Α΄ Νικάτορα— να μεταφέρουν ελληνικά και μακεδονικά τοπωνύμια στην Ανατολή. Στόχος αυτής της πρακτικής ήταν να δημιουργηθεί ένα αίσθημα οικειότητας στους αποίκους και να εδραιωθεί ιδεολογικά και πολιτικά η νέα εξουσία.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Cohen τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στην περίοδο των Διαδόχων, θεωρώντας ότι άποικοι μεταφέρθηκαν απευθείας από τις μητροπόλεις των οποίων τα ονόματα υιοθετήθηκαν. Κατά την ερμηνεία του, η ονοματοδοσία λειτουργούσε ως μέσο «αναδημιουργίας του τοπίου της πατρίδας» μέσα στη νέα επικράτεια. Ωστόσο, ο ίδιος παραθέτει και την αντίθετη άποψη του Grainger, σύμφωνα με την οποία το όνομα «Δολίχη» δεν αποτελεί εισαγόμενο ελληνικό τοπωνύμιο, αλλά εξελληνισμένη μορφή του τοπικού ονόματος Dülük.

Οι Michael Blömer, Dilek Çobanoğlu και Engelbert Winter, βασιζόμενοι στα δεδομένα των ανασκαφών, επισημαίνουν ότι η υπόθεση της σελευκιδικής ίδρυσης στηρίζεται κυρίως στην ονοματολογική «αντιστοιχία» της πόλης με τη θεσσαλική Δολίχη. Παράλληλα, τονίζουν τη στρατηγική σημασία της θέσης της πόλης, η οποία βρισκόταν σε κομβικό σημείο εμπορικών δρόμων που συνέδεαν τη Μεσοποταμία με τον μεσογειακό κόσμο — παράγοντας που εξηγεί το έντονο σελευκιδικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Αν και οι γραπτές πηγές είναι περιορισμένες, η αρχαιολογική έρευνα καταδεικνύει μια σαφή μεταμόρφωση της πόλης κατά τον 2ο αι. π.Χ., με την υιοθέτηση ελληνορωμαϊκών πολεοδομικών και πολιτισμικών προτύπων.

Σε μεταγενέστερη μελέτη του για τις «βιογραφίες των πόλεων», ο Blömer προχωρά σε ουσιαστική επανεκτίμηση της χρονολόγησης και της φύσης του εξελληνισμού της Δολίχης. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από το ιερό στον λόφο Dülük Baba Tepesi αποκαλύπτουν ισχυρή συνέχεια των προελληνιστικών λατρευτικών και υλικών παραδόσεων, καθώς και απουσία ελληνιστικής κεραμικής έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Με βάση αυτά τα στοιχεία, προτείνει ότι η Δολίχη δεν πρέπει να θεωρείται απαραίτητα μια «ξεριζωμένη» (disembedded) νέα ίδρυση του Σελεύκου Α΄, αλλά μάλλον ένας προϋπάρχων οικισμός που εξελίχθηκε σταδιακά σε ελληνιστική πόλη, ενδεχομένως χωρίς μαζική αρχική εγκατάσταση Ελλήνων ή Μακεδόνων.

Ο Blömer συμφωνεί ότι η ονοματοδοσία πόλεων όπως η Δολίχη, η Βέροια και η Λάρισα εντάσσεται στη σελευκιδική επιδίωξη αναδημιουργίας του τοπίου της μητρόπολης. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η αλλαγή ονόματος δεν συνεπαγόταν αυτομάτως άμεσο και πλήρη μετασχηματισμό της τοπικής κοινωνίας και ταυτότητας.

Η θέση του Grainger, όπως παρατίθεται τόσο από τον Cohen όσο και από τον Blömer, εστιάζει στην τοπική προέλευση του ονόματος. Σύμφωνα με αυτήν, η «Δολίχη» προέκυψε από τη φωνητική και μορφολογική προσαρμογή του εγχώριου ονόματος Dülük στους ελληνικούς γλωσσικούς κανόνες, χωρίς αναγκαστική σύνδεση με θεσσαλική αποικία.

Συμπέρασμα

Η διαφωνία μεταξύ των μελετητών αναδεικνύει δύο διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Ο Cohen δίνει έμφαση στην ονοματοδοσία ως τεκμήριο αυτοκρατορικής στρατηγικής μεταφοράς πληθυσμών και πολιτισμικών προτύπων από τον ελληνικό χώρο. Αντίθετα, ο Blömer, αξιοποιώντας τα ανασκαφικά δεδομένα, δείχνει ότι η Δολίχη παρέμεινε βαθιά συνδεδεμένη με τις τοπικές της ρίζες για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν υιοθετήσει πλήρως την ελληνιστική μορφή.

Βιβλιογραφία

Michael Blömer, Dilek Çobanoğlu & Engelbert Winter, «Die Stadtgrabung in Doliche. Zu den Ergebnissen der Feldarbeiten 2015–2018», στο περιοδικό Istanbuler Mitteilungen, Band 69, 2019, εκδ. Gebr. Mann Verlag Berlin.

Getzel M. Cohen, «The Hellenistic Settlements in Syria, the Red Sea Basin, and North Africa», Hellenistic Culture and Society, Vol. 46, University of California Press, 2006.

Michael Blömer, «Observations on Cities and their Biographies in Hellenistic North Syria», στο περιοδικό Journal of Urban Archaeology, Vol. 2, 2020, εκδ. Brepols Publishers.

Σχολιάστε