Αρχαία Περραιβία | Περραιβική Τρίπολις Αρχαϊκά – κλασικά χρόνια | Ελληνιστικά – Ρωμαϊκά χρόνια | Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι | Από τους βυζαντινούς χρόνους, στις οθωμανικές απογραφές και στα μοναστικά έγγραφα | Περιηγητές του 19ου και 20ού αιώνα | Από τον 20ό αιώνα μέχρι τις μέρες μας ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α: Τοπωνύμια | ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β: Προσωπογραφία Δολιχαίων | ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ: Κοινοτικό Συμβούλιο | ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ: Αγωνιστές και Θύματα της περιόδου 1940-1950 | ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε: Οι εκπαιδευτικοί στη Δολίχη, περιόδου 1977-1998 | Βιβλιογραφία
α. Εισαγωγή
Για την περραιβική Τρίπολη θα εστιάσουμε στις γραπτές πηγές, στις αναφορές των περιηγητών των προηγούμενων αιώνων και στα συμπεράσματα της αρχαιολογικής έρευνας. Ας έχουμε υπόψη, όμως, ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα επιδέχονται διάφορες ερμηνείες από τους αρχαιολόγους και στο μέλλον ενδέχεται να διατυπωθούν νέες θεωρίες, οι οποίες θα προκύπτουν από τα ίδια δεδομένα. Για παράδειγμα, οι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα εστιάσουν στα αίτια που προκάλεσαν τις διαδικασίες μεταβολής ενός αρχαίου πολιτισμού (π.χ. της Περραιβίας), θα δώσουν λιγότερη σημασία στα τεχνουργήματα και θα θεωρήσουν τον πολιτισμό ως ένα σύστημα, διαιρεμένο σε υποσυστήματα (π.χ. το κοινωνικό, της επιβίωσης, των επικοινωνιών, της μεταλλουργίας, το τεχνολογικό, του εξωτερικού εμπορίου, του πληθυσμού). Θα εφαρμόσουν τις θετικές επιστήμες και θα δώσουν έμφαση στην αλληλεπίδραση των υποσυστημάτων, καθώς θεωρούν ότι από αυτήν επέρχεται η ανάπτυξη και η μεταβολή ενός πολιτισμού.[1] Οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα δώσουν έμφαση στην ατομική αντίληψη των αιτιών και θα δεχτούν εν μέρει τον έλεγχο της θεωρίας έναντι των δεδομένων, με την προϋπόθεση ότι οι ίδιες οι θεωρίες είναι ανεπαρκείς σε σχέση με άλλες θεωρίες και ότι οι παλαιότερες θεωρίες αφήνουν πολλά από τα δεδομένα ανεξήγητα σε σχέση με νέες θεωρίες. Ο υλικός πολιτισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε από τα άτομα και όχι από ένα κοινωνικό σύστημα και δεν αντανακλά παθητικά την κοινωνία αλλά τη δημιουργεί μέσω των πράξεων των ατόμων που έχουν τις προθέσεις, είναι νοηματοδοτημένος, περιλαμβάνει ορισμένες πτυχές που είναι μη αναγώγιμες και ο αρχαιολόγος καλείται να τις ερμηνεύσει. Το άτομο αποτελεί μέρος των θεωριών για τον υλικό πολιτισμό και την κοινωνική αλλαγή και προβάλλουν το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα δώσουν έμφαση στη σχέση των ατόμων με τη χρήση των αντικειμένων, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται οι ιδέες, οι πεποιθήσεις και τα νοήματα.[2]
Η περραιβική Τρίπολη αποτελούνταν από τρεις πόλεις: την Άζωρο, τη Δολίχη και το Πύθιο. Κατά την αρχαιότητα περιλάμβανε τη βορειότερη περιοχή της Περραιβίας, όπου σήμερα τοποθετούνται οι αντίστοιχες ομώνυμες κοινότητες στο βόρειο τμήμα του νομού Λάρισας (επαρχία Ελασσόνας). Οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης αποτελούσαν συνάμα το οχύρωμα των σημαντικότερων περασμάτων από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία και αντίστροφα και η διεκδίκηση της περραιβικής Τρίπολης από τους Μακεδόνες ενίσχυαν τη στρατηγική σημασία της περιοχής λόγω των κρίσιμων διαβάσεών της. Ορισμένες βασικές διαβάσεις, στις οποίες οι Τριπολίτες, στις δυτικές παρυφές του Ολύμπου, στάθηκαν κύριοι φύλακες ήταν η στενή διάβαση της Πέτρας και του Άγιου Δημητρίου (περάσματα που οδηγούν στην Πιερία), η στενή διάβαση της Βολουστάνας ή Σαρανταπόρου (πέρασμα που οδηγεί στην αρχαία Ελιμιώτιδα, -ν. Κοζάνης), καθώς και η διάβαση από την Άζωρο προς την Καλαμπάκα, η οποία οδηγεί στο νομό Τρικάλων -αρχαία Εστιαιώτιδα. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν την αρχαία πόλη του Πυθίου ως τη σημαντικότερη της περραιβικής Τρίπολης, στη συνέχεια την Άζωρο και τρίτη τη Δολίχη.[3] Και σ’ αυτό το σημείο, βέβαια, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για να διατυπώσουμε παρόμοια άποψη, καθώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε επακριβώς τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ενώ και τα δεδομένα που ανήλθαν από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι σχετικά πενιχρά.
Από την αρχαιολογική συλλογή της πόλης της Ελασσόνας προκύπτει μια επιγραφή που χρονολογείται ανάμεσα στο 375 και το 350 π.Χ. και περιέχει έναν κατάλογο των περραιβικών πόλεων, όπου αναφέρονται κατά σειρά οι Ολοσσών, Φάλαννα, Μύλλαι (σημερινό Δαμάσι), Χυρετίαι (σημερινό Δομένικο), Ερεικίνιο (σημερινό Βλαχογιάννι), Μάλλοια (σημερινό Παλιόκαστρο), Μονδαία (σημερινό Λουτρό) και Γόννοι. Οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης (Άζωρος, Δολίχη, Πύθιο) απουσιάζουν.[4] Η απουσία της Αζώρου, της Δολίχης και του Πυθίου από τον πίνακα των περραιβικών πόλεων, κατά τον 4ο αι. π.Χ., καθώς και η επίλυση των διαφορών μεταξύ Ελιμιωτών και Δολιχαίων από τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αμύντα Γ΄ (390-370 π.Χ.), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περραιβική Τρίπολη, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων.[5]
Οι ιδιαίτερες για τη σπουδαιότητά τους επιγραφές, που έχουν βρεθεί από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, τεκμηριώνουν πλήρως την ομοσπονδία των τριών αυτών πόλεων, η ακμή των οποίων εντοπίζεται μεταξύ 5ου έως 3ου αι. π.Χ. Το Κοινό των Τριπολιτών, που ίδρυσαν οι τρεις πόλεις, περιλάμβανε έναν επικεφαλής στρατηγό, κοινό στρατό, νομίσματα, λατρείες και γιορτές.[6]
Ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα που ανήλθε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της περραιβικής Τρίπολης αποτελεί το νόμισμα, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και απεικονίζει στη μια όψη τριποδικό λέβητα με την επιγραφή «Τριπολιτάν» και στην άλλη όψη απεικονίζει κεφαλή δαφνοστεφανομένου Απόλλωνα.[7]
Ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος (1874-1942) μάς κληροδότησε, μεταξύ των άλλων, και την περίφημη Προσωπογραφία Τριπολιτών Περραιβών.[8] Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο παραθέτει αλφαβητικά τα πρόσωπα που προέκυψαν από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο χώρο της περραιβικής Τρίπολης (Αζώρου, Δολίχης και Πυθίου). Δημοσίευσε, ακόμη, το αρχαιολογικό υλικό στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του έτους 1913, το οποίο περισυνέλεξε από τα διεσπαρμένα αρχαιολογικά μνημεία της Περραιβίας και της άνω Εστιαιώτιδος. Αναφέρεται σε σύνολο εκατόν τριάντα δύο αρχαίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται δύο πίθοι που σώθηκαν σε αρχαϊκή πόλη κοντά στην Τσαριτσάνη. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο ένας πίθος έφερε τέσσερα αρχαϊκά γράμματα των λεγόμενων Κρητικών ιερογλυφικών του προελληνικού αλφαβήτου. Ο Αρβανιτόπουλος συγκέντρωσε τα αρχαία αντικείμενα στο πρώτο μουσείο των απελευθερωμένων χωρών, στην Ελασσόνα, το οποίο προέκυψε από την αλλαγή χρήσης του οικοδομήματος στο οποίο στεγαζόταν το πρώην τουρκικό τελωνείο. Ειδικότερα αναφέρει ότι στο μουσείο αντιπροσωπεύονται οι πόλεις της άνω Εστιαιώτιδος, της περραιβικής Τριπόλεως (η Δολίχη -Παλαίκαστρον προς ν. Βουβάλας -σ.σ. σημερινής Αζώρου- η Άζωρος -Καστρί νοτόθεν της Δούκλιστας -σ.σ. σημερινής Δολίχης- και το Πύθιο -Κάστρο παρά το Σέλος -σ.σ. σημερινού Πυθίου) και της Περραιβίας -η Ολοσσών και η άγνωστη πόλη της Τσαριτσάνης. Τέλος, συνοψίζει τα ακίνητα μνημεία της Περραιβίας και συγκεκριμένα ένα καμαρωτό μεγάλο τύμβο στο Παλαιόκαστρο της Βουβάλας (σ.σ. σημερινής Αζώρου), ένα μεγάλο θολωτό τάφο στην άγνωστη πόλη της Τσαριτσάνης, τάφους των ιστορικών χρόνων στην Ελασσόνα και ερείπια ναού στην Τοπόλιανη του Ολύμπου (σ.σ. νότια του σημερινού Πυθίου).[9]
Οι Αιτωλοί, ως σύμμαχοι των Ρωμαίων, κατά τους Μακεδονικούς Πολέμους, λεηλάτησαν τις πόλεις της περραιβικής Τρίπολης.[10] Η Τρίπολη παρέμεινε στη μακεδονική κυριαρχία μέχρι το 196 π.Χ. όταν ο Τίτος Φλαμινίνος διακήρυξε την «ελευθερία» των Ελλήνων και επέστρεψε τις πόλεις της στη Συμμαχία των Περραιβών.[11] Η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο αναφέρονται εκ νέου ως «περραιβικές» το 2ο αι. π.Χ. από τους Τίτο Λίβιο και Πολύβιο.[12]
Ενώ οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης δεν αναφέρονται σε καμιά ιστορική πηγή της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, μαρτυρούνται, όμως, με σαφήνεια από τον Πολύβιο (XXVIII, 13,1) και από τον ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο[13] Ο Αιμίλιος Παύλος εξετάζοντας τα περάσματα προκειμένου να μεταβεί στη Μακεδονία για να κατατροπώσει τελικά τον Μακεδόνα Βασιλιά Περσέα στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., πληροφορήθηκε ότι το στενό πέρασμα από το Πύθιο και της Πέτρας στην Περραιβία είχε μείνει αφρούρητο. Έτσι, ο επικεφαλής της στρατιωτικής επιχείρησης, Νασίκας, οδήγησε τα στρατεύματά του στο Πύθιο για να αναπαυθούν, όπου το ύψος του Ολύμπου ξεπερνά τα δέκα στάδια.[14] Οι Ρωμαίοι, ακόμη, κατασκήνωσαν μεταξύ της Αζώρου και της Δολίχης για να αποφασίσουν τη φύλαξη των διαβάσεων από τη Μακεδονία προς την Περραιβία.[15]
Η περιοχή της περραιβικής Τρίπολης έγινε γνωστή σε εμάς για την εποχή της παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου όταν το έτος 1995 η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε τις ανασκαφές στην περιοχή. Ανακαλύφθηκαν οκτώ Βασιλικές της παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου με χιλιάδες νομίσματα, εκατοντάδες κοσμήματα και μεγάλο αριθμό οστράκων και ακέραιων αγγείων, των οποίων αναμένεται η περαιτέρω μελέτη.[16] Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, εάν τα ονόματα των πόλεων της περραιβικής Τρίπολης εξακολουθούσαν να υφίσταντο κατά τη χριστιανική περίοδο.[17]
β. Άζωρος
i. Απόψεις περιηγητών των προηγούμενων αιώνων
Ο Άγγλος λεξικογράφος William Smith (1813-1893) ανέφερε για την Άζωρο ότι ήταν μια πόλη στην Περραιβία της Θεσσαλίας, η οποία βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Η Άζωρος με τις δύο γειτονικές πόλεις του Πυθίου και της Δολίχης, αποτελούσε τμήμα μιας Τρίπολης. Ακόμη, μια πόλη με το όνομα Άζωρος συναντάται στην Πελαγονία της Μακεδονίας.[18] Ο Άγγλος στρατιωτικός, τοπογράφος, αρχαιολόγος, και περιηγητής William Martin Leake (1770-1860) παρατήρησε πως αν το Πύθιο ήταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα το χωριό Πύθιο, πιθανόν η Άζωρος να βρισκόταν στη θέση του χωριού της Βουβάλας (σ.σ. της σημερινής Αζώρου).[19] Όπως είχε αναφέρει και ο Στράβων, η Άζωρος ήταν εκατόν είκοσι στάδια μακριά από την Οξύνεια. Επιπλέον, επειδή η Άζωρος βρισκόταν πιο νοτιο-δυτικά από τις δύο άλλες πόλεις της Τριπολίτιδας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχαία θέση της συμφωνεί με τη θέση της Βουβάλας.[20] Από την αρχαιολογική έρευνα της ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας διαπιστώθηκε πως η αρχαία Άζωρος βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό της Αζώρου, στη θέση «Καστρί Αζώρου».[21]
ii. Διατυπώσεις της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας
Η περίπτωση της Αζώρου παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή η περιοχή κατοικούταν ήδη πριν από την ελληνιστική εποχή μέχρι τη μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ είναι πιθανόν όταν η περιοχή εγκαταλείφθηκε ξαφνικά να μεταφέρθηκε στη θέση της σύγχρονης Αζώρου.[22] Η αρχαία πόλη της Αζώρου τοποθετείται στη θέση «Καστρί» της σημερινής Αζώρου (πρώην Βουβάλας). Η πόλη άκμασε από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., ενώ στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. προσαρτήθηκε στη Μακεδονία. Η οχύρωσή της χρονολογείται στο α’ μισό του 3ου αι. π.Χ. και επιβεβαιώνεται από το Διόδωρο Σικελιώτη, (Βιβλιοθήκη Ιστορική, XIX.52.6) που αναφέρεται στα γεγονότα αυτής της εποχής σχετικά με τις διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου την πολιορκία του Πολυπέρχοντα «ἐν Ἀζωρὶῳ τῆς Περραιβίας».[23] Με ένα ισχυρό οχυρωματικό τείχος η Ακρόπολη και η κάτω πόλη της Αζώρου προστατευόταν από τους εχθρούς, ενώ κατά τον 3ο αι. π.Χ. οχυρώθηκε με ένα νέο ισχυρότερο τείχος, ενισχυόμενο από μεγάλους τετράγωνους αμυντικούς πύργους.[24] Από την αρχαία πόλη, εκτός του τείχους της ακρόπολης που έχει αποκαλυφθεί, ήρθε στο φως και ένας αναλημματικός τοίχος του 5ου αι. π.Χ., καθώς και τμηματικά η πολυτελής έπαυλη του «Νικάρχου» (χαρακτηριζόμενη εξ επιγραφής ως έπαυλις του «Νικάρχου», η οποία ανακαλύφθηκε από την ΙΕ΄ ΕΚΠΑ το 1995), η οποία έσωζε επιχρίσματα στους τοίχους και ψηφιδωτά δάπεδα. Βρέθηκαν ακόμη αρχιτεκτονικά μέλη ενός ναού του 3ου αι. π.Χ. ο οποίος αποδίδεται στον Απόλλωνα Λύκειο. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, βρέθηκαν και δύο χρυσοί δαρεικοί που ίσως προδίδουν τη διέλευση των Περσών από την Περραιβία κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων.[25]
Είναι πιθανό στο βόρειο τμήμα της πόλης, στη θέση του παλιού χριστιανικού ναού του Αγίου Αθανασίου, να υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην πολιούχο θεότητα της πόλης. Στην Άζωρο, από μια αναθηματική επιγραφή μαρτυρείται η λατρεία του Απόλλωνα Δώρειου και από μια αναθηματική στήλη η λατρεία του Απόλλωνα Λυκείου, υπολείμματα του οποίου βρέθηκαν από την ΙΕ΄ ΕΚΠΑ. Λατρευόταν επίσης η θεά Ενοδία. Η επίκληση «Ενοδίαι Ιλιάδι» απαντάται για πρώτη φορά στο θεσσαλικό χώρο, ενώ το ίδιο προσωνύμιο φέρει και η Αθηνά Ιλιάς και ενδέχεται να σχετίζονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Άλλες θεότητες που απαντώνται στην αρχαία Άζωρο είναι ο Ερμής, ο Ηρακλής και ίσως η Θέμις.[26]
Από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας, οι έρευνες της οποίας ξεκίνησαν το 1996, επισημάνθηκαν τέσσερις διαφορετικές θέσεις του αρχαιολογικού χώρου της Αζώρου, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Στη θέση «Καστρί» της Αζώρου, στην οποία ανακαλύφθηκαν τα τείχη ελληνιστικής και μεσοβυζαντινής περιόδου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως και μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική. Στη θέση «Παλιοκκλήσι» αποκαλύφθηκε άλλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική (5ου αι. μ.Χ.)[27] με βαπτιστήριο για τους ενήλικες, μια στοά που οδηγεί προς το ναό, καθώς και δύο νεκροταφεία παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου, αντίστοιχα, από τα οποία ήλθε στο φως πλήθος νομισμάτων, κοσμημάτων και αγγείων. Αποκαλύφθηκαν δε και νεκροταφεία της παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου. Στη θέση «Παλιοκκλήσι», ακόμη, η 7η ΕΒΑ πιθανολογούσε την ύπαρξη του «Επισκοπείου» της περιοχής. Στη θέση «Άγιος Αθανάσιος», η οποία εντοπίζεται εντός των τειχών της ακροπόλεως, και στη θέση «Κοπάνα» αποκαλύφθηκαν επιπλέον δύο τρίκλιτες βασιλικές.[28]
Οι ανασκαφικές έρευνες της 7ης ΕΒΑ το 1998 μετατοπίστηκαν βορειότερα της Αζώρου, στη θέση «Αγ. Τριάδα» κοντά στην τοπική κοινότητα της Μηλέας και πλησίον του στρατηγείου «Χάνι του Χατζηγώγου». Η θέση αυτή είναι αδύνατον, προς το παρόν, να ταυτιστεί με κάποια πόλη ή να εξακριβωθεί η θέση της πόλης που ανήκει ο αρχαιολογικός χώρος διότι ερευνήθηκε μόνο ένα μικρό τμήμα. Η έρευνα έφερε στο φως μια παλαιοχριστιανική βασιλική με νάρθηκα, αίθριο και βαπτιστήριο. Ως έτος κτίσεως της Βασιλικής της Μηλέας στη θέση «Αγία Τριάδα» από την έρευνα προσεγγίζεται το έτος 646 μ.Χ.[29] Εντός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής αποκαλύφθηκε μια νεότερη τρίκλιτη βασιλική της μεσοβυζαντινής περιόδου. Στο χώρο της παλαιοχριστιανικής και της μεσοβυζαντινής βασιλικής, καθώς και η ευρύτερη περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Οι πολυάριθμες ταφές που ανακαλύφθηκαν ανήκαν κυρίως στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και περιείχαν πολλά κτερίσματα (κοσμήματα, νομίσματα). Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε το 2002, όμως από την επιφανειακή έρευνα προέκυψε ότι ο αρχαιολογικός χώρος είναι κατά πολύ ευρύτερος και θα πρέπει να ερευνηθεί.[30]
γ. Δολίχη
i. Απόψεις περιηγητών των προηγούμενων αιώνων
Ο περιηγητής Leake κατερχόμενος από το Λιβάδι με προορισμό την Ελασσόνα, πέρασε από το μικρό χωριό Δούχλιστα (σ.σ. σημερινή Δολίχη),[31] όπου σε μια ερειπωμένη εκκλησία βρίσκονταν δύο θραύσματα από κίονες δωρικού ρυθμού δύο ποδιών και οκτώ ιντσών σε διάμετρο, καθώς και ένας επιτύμβιος λίθος στο έδαφος. Η θέση της αρχαίας Δολίχης, διαπίστωσε ο ίδιος περιηγητής, ταυτίζεται με αυτή του χωριού Δούχλιστα. Αυτά τα λείψανα, σε συνδυασμό με το όνομα Δούχλιστα, φαίνεται να δείχνουν τη θέση της Δολίχης, της τρίτης πόλης της Τριπολίτιδας.[32] Ο Smith ανέφερε για τη Δολίχη ότι βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου και αποτελούσε μέλος της Τρίπολης.[33] Ο Γάλλος ιστορικός και αρχαιολόγος Léon Heuzey (1831 – 1922) αναφερόμενος σε ευρήματα της Δολίχης, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, παρ’ όλο που η Δολίχη αναφέρεται μόνο μία φορά στην ιστορία της, τα ερείπια δείχνουν ότι παρέμεινε, τουλάχιστον, μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αποτελούσε ένα από τα προπύργια της περιοχής.[34] Τέλος, ο Γερμανός αρχαιολόγος Friedrich Stahlin (1874–1936) συμπέρανε ότι εάν η Άζωρος, βρισκόταν στη θέση της τότε Βουβάλας (σημερινής Αζώρου), τότε η Δολίχη θα πρέπει να αναζητηθεί ανατολικά, διότι, περίπου στο Λυκούδι, ο δρόμος χωρίζει ανάμεσα τις δύο πόλεις. Η Δολίχη, ωστόσο, κατά τον Stahlin, πρέπει να αναζητηθεί στα βόρεια της Τρίπολης επειδή συνόρευε με την Ελιμιώτιδα.[35]
Στο χωριό Δούκλιστα (σ.σ. σημερινή Δολίχη) ο Ν. Γεωργιάδης ανέφερε ότι βρήκε αρχαία ελληνικά λείψανα, ορθογώνιους λίθους, κιονόκρανα και επιγραφικές στήλες, στην πλειοψηφία των οποίων αναγράφονται απελευθερώσεις δούλων και προκύπτουν οι περραιβικοί μήνες: Αεσχανόριος, Απολλώνιος και Φυλλικός. Ακόμη, αναφέρθηκε στο λόφο του προφήτη Ηλία που υψώνεται στη Δολίχη, ο οποίος έφερε ερείπια αρχαίων ελληνικών τειχών της δεύτερης των περραιβικών πόλεων, της Αζώρου. Ανέφερε δε ότι ο Heuzey δεν τοποθέτησε καμιά πολίχνη στο λόφο του προφήτη Ηλία, ενώ τοποθέτησε εσφαλμένα την Άζωρο στα αριστερά της όχθης του Τιταρήσιου, δυτικότερα της Δούκλιστας στη θέση «Παλαιόκαστρον» (σ.σ. σημερινός αρχαιολογικός χώρος «Καστριού Δολίχης») όπου βρέθηκαν αρχαία λείψανα και κεραμικά συντρίμμια. Ο Γεωργιάδης τοποθέτησε την αρχαία Άζωρο στο λόφο του προφήτη Ηλία της σημερινής Δολίχης και στη θέση «Παλαιόκαστρον (Καστρί Δολίχης)» τοποθέτησε την αρχαία Δολίχη. Στη θέση «Παλαιόκαστρον» της Βουβάλας (σ.σ. σημερινής Αζώρου), στη δεξιά όχθη του Τιταρήσιου, κατά τον Γεωργιάδη, ο Heuzey εσφαλμένα τοποθέτησε την αρχαία Δολίχη, καθώς για τον Γεωργιάδη η συγκεκριμένη θέση ταυτίζεται με την ομηρική Κύφο.[36]
ii. Διατυπώσεις της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας
Σύμφωνα με τον G. Cohen, κατά την ελληνιστική περίοδο, άποικοι από την αρχαία Δολίχη ίδρυσαν στη βόρεια Συρία μια νέα πόλη και σε ανάμνηση της πατρίδας τους την ονόμασαν Δολίχη. Το Duluk, λοιπόν, όπως μετονομάσθηκε η πόλη της ελληνιστικής Δολίχης στη Συρία, στα σύνορα με την Τουρκία, ιδρύθηκε, πιθανόν, από τους αποίκους της περραιβικής Δολίχης.[37]
Οι Mogens Herman Hansen και Thomas Heine Nielsen στο έργο τους για τις αρχαϊκές και κλασικές ελληνικές πόλεις (2004) τοποθετούν νότια της Δολίχης την Άζωρο, ανατολικά το Πύθιο και δυτικά την Ελιμιώτιδα.[38] Η ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας, μέχρι πρόσφατα, βασιζόμενη σε ένα δίγλωσσο οριοδείκτη που βρέθηκε το 1997, τοποθετούσε την αρχαία Δολίχη στην άγνωστη πόλη που εντοπίστηκε νοτιοανατολικά του Σαρανταπόρου.[39] Συγκεκριμένα, επισημαίνοντας μια μικρή επιφύλαξη, τοποθετούσε τη Δολίχη επτά χιλιόμετρα δυτικά του αρχαιολογικού χώρου του «Καστριού Δολίχης» και ένα χιλιόμετρο περίπου νοτιοανατολικά του Σαρανταπόρου.[40]
Οι αρχαιολόγοι της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας, Λάζαρος Δεριζιώτης και Σπύρος Κουγιουμτζόγλου, δημοσίευσαν τα πορίσματά τους από τις ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου «Καστρί Δολίχης»,[41] οι ανασκαφικές έρευνες του οποίου ξεκίνησαν το έτος 2002,[42] ενώ πριν το 2006 είχαν διατυπώσει ήδη ότι αποκαλύφθηκε η ακρόπολη μιας άγνωστης έως τότε πόλεως. Από τα ευρήματα δύο εκκλησιών, της Βασιλικής Α΄ και της Βασιλικής Β΄, πιθανολογούσαν ότι επρόκειτο για την αρχαία πόλη της Δολίχης, η οποία συνέχισε να επιζεί έως και τον 6ο αι. μ.Χ. Οι επιγραφές που βρέθηκαν στη Βασιλική Α΄ χρονολογούνται στον 3ο και 2ο αι. π.Χ., στις οποίες αναφέρεται το όνομα ΦΙΛΑ ΕΥΒΙΟΤΟΥ στην πρώτη και το όνομα ΔΗΜΟΦΙΛ[ΟΣ] στη δεύτερη. Από άλλη επιγραφή που βρέθηκε στο Πύθιο η Φίλα Ευβιότου αναφέρεται ως Δολιχαία και ο Δημόφιλος ως ήρως αποθανών ανήρ Φίλας.[43]
Η τρίτη παλαιοχριστιανική βασιλική που αποκαλύφθηκε εντός της ακροπόλεως έφερε αρχαιότερο υλικό για την κατασκευή της. Στο νότιο τοίχος της είχε εντοιχισθεί βάση αγάλματος, στην οποία περιλαμβάνονται δύο επιγραφές. Η πρώτη επιγραφή περιλαμβάνει το κείμενο: [Η] ΠΟΛΙΣ Η ΔΟΛΙΧΑΙ[ΩΝ]… [Π]ΟΛΙΝ ΦΟΞΙΝΟΥ ΤΗΝ Ε[ΑΥΤΗΣ ΕΥΕ]ΡΓΕΤΙΝ και προκύπτει ότι η πόλη των Δολιχαίων τίμησε την ευεργέτιδά της, σύζυγο του Φοξίνου. Το έτος 2006 η 7η ΕΒΑ, δημοσίευσε τα νεότερα πορίσματα της έρευνάς της ταυτίζοντας τον αρχαιολογικό χώρο του «Καστριού Δολίχης» με την αρχαία πόλη της Δολίχης, για την οποία πιθανολογούσε ότι πρέπει να εκτείνεται στο χώρο κάτω από την ακρόπολη της Παλαιοχριστιανικής περιόδου. Επιπλέον, άλλες επιγραφές που βρέθηκαν στο συγκεκριμένο χώρο συνηγορούν και στην ύπαρξη ναού του Ηρακλέους.[44]
Η Έλσα Νικολάου, στη συμβολή της στο έργο για τις αρχαίες πόλεις της Θεσσαλίας και των περιοίκων περιοχών, πολύ ορθά επισημαίνει ότι η Δολίχη ταυτίστηκε με επιφύλαξη στον αρχαιολογικό χώρο νοτιοανατολικά του Σαρανταπόρου. Στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο, λοιπόν, βρέθηκε το αμυντικό τείχος πλάτους τριών μέτρων, το οποίο διαδοχικά ενισχυόταν με πύργους ημικυκλικούς εξωτερικά και ορθογώνιους εσωτερικά. Ερευνήθηκε, επίσης, μια στοά με μήκος μερικών δεκάδων μέτρων η οποία ανάγεται στην ελληνιστική εποχή. Από τις θεμελιώσεις κτιρίων σε παράταξη που βρέθηκαν γύρω από τη στοά διαπιστώθηκαν δύο οικοδομικές φάσεις, μια του 3ου αι. π.Χ. και μια των αυτοκρατορικών χρόνων. Οι δε λατρείες που επιβεβαιώνονται από επιγραφικά ευρήματα αφορούν τον Ποσειδώνα Πατρώο, των Χαρίτων και της Αφροδίτης. Η Έλσα Νικολάου, όμως, εσφαλμένα παραθέτει στο έργο της φωτογραφία της επιγραφής «ΠΟΛΙΣ Η ΔΟΛΙΧΑΙΩΝ»[45] η οποία βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο του «Καστριού Δολίχης» -λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα της σύγχρονης Δολίχης- στον οποίο η 7η ΕΒΑ προσδιόρισε τη θέση της αρχαίας Δολίχης και δεν σχετίζεται με τον αρχαιολογικό χώρο νοτιοανατολικά του Σαρανταπόρου, στον οποίο η Ε. Νικολάου παρουσιάζει την αρχαία Δολίχη. Προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη του έργου της καθώς δεν διευκρινίζει τη διαφορετικότητα των δύο αρχαιολογικών χώρων για τους οποίους, εν τέλει, οι διατυπωμένες απόψεις της ΙΕ’ ΕΠΚΑ και της 7ης ΕΒΑ σχετικά με τη θέση της αρχαίας Δολίχης είναι διαφορετικές.
Ωστόσο, η αρχαιολόγος της ΙΕ΄ ΕΠΚΑ, Ασημίνα Τσιάκα, στην παρουσίαση της εργασίας της στο 5ο Φεστιβάλ «Περραιβική Τρίπολις», που διεξήχθη στη Δολίχη το έτος 2012, σχετικά με τα ευρήματα και τις ανασκαφές από την υπηρεσία της στη Δολίχη και την ευρύτερη περιοχή, ανακοίνωσε ότι, έπειτα από τα ευρήματα, η αρχαία Δολίχη πρέπει να τοποθετηθεί οριστικά στο «Καστρί Δολίχης». Η αρχαία πόλη νοτιοανατολικά του Σαρανταπόρου αφορά μία σημαντική οχυρωμένη θέση, η οποία, όμως, περιορίζεται κυρίως στην ελληνιστική περίοδο.[46] Αναμένεται, λοιπόν, η περαιτέρω έρευνα και οι επίσημες πλέον ανακοινώσεις από την ΙΕ΄ ΕΠΚΑ Λάρισας.
Ο βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τέλος, ο οποίος διατηρείται στο κέντρο της σημερινής κοινότητας της Δολίχης, προδίδει την κατοίκηση της περιοχής πιθανόν στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (867-1204 μ.Χ.). Πρόκειται, σύμφωνα με τη μελέτη της αρχιτέκτονα Αφροδίτης Πασσαλή, για μια μονόκλιτη βασιλική, στην οποία προστέθηκαν μεταγενέστερα τρουλαίος νάρθηκας και εξωνάρθηκας. Ο ναός είναι κτισμένος με κοινή αργολιθοδομή, άφθονο κονίαμα και επκαλύπτεται με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Από μια εσωτερική επιγραφή του ναού προκύπτει ότι ανακαινίσθηκε το έτος 1516. Φαίνεται δε ότι πριν την ανακαίνιση, ο ναός ήταν τρίκλιτος (πιθανόν μεσοβυζαντινής περιόδου) ή μονόκλιτος με πλευρικές στοές, καθώς τα ανοίγματα στη βόρεια και νότια πλευρά του ναού, τα οποία είναι εμφανή και φράχτηκαν κατά την ανακαίνιση, φέρουν αμυδρά λείψανα τοιχογραφιών και οδηγούσαν από το κυρίως ιερό σε ημιανεξάρτητους χώρους.[47]
δ. Πύθιο
i. Απόψεις περιηγητών των προηγούμενων αιώνων
Ο Smith ανέφερε για το Πύθιο ότι ήταν μια πόλη στη Περραιβία της Θεσσαλίας που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Μαζί με τις γειτονικές πόλεις, της Αζώρου και της Δολίχης, συναποτελούσε την Τρίπολη. Το όνομα του Πυθίου προέρχεται από το ναό του Απόλλωνα, ο οποίος βρίσκεται σε μια κορυφογραμμή του Ολύμπου, όπως μαθαίνουμε από ένα επίγραμμα του Ξεναγόρα, ο οποίος μέτρησε το ύψος του Ολύμπου. Το Πύθιο ήλεγχε ένα σημαντικό πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία.[48] Ο Leake τοποθέτησε το αρχαίο Πύθιο ακριβώς στους πρόποδες του Ολύμπου, καθώς από εκείνο το σημείο ο Ξεναγόρας μέτρησε το ύψος κάθετα του Ολύμπου και οι ιστορικοί Λίβιος και Πλούταρχος αναφέρουν το Πύθιο και την Πέτρα στην περιγραφή της διαδρομής στην οποία εμπλέκεται ο Νασίκας που διέσχισε τον Όλυμπο για να κατέβει στο πίσω μέρος, στον Ενιπέα, όπου βρισκόταν ο Περσέας.[49]
Ο Ν. Γεωργιάδης, κατά την περιήγησή του στην περιοχή της περραιβικής Τρίπολης, διαπίστωσε πως η περιοχή της σημερινής Τοπόλιανης, νοτιότερα του Πυθίου, καλείτο εκείνη την εποχή ως «Τριπολιάνα» και τη συνέδεσε με την αρχαία ρητή αναφορά του Τιτου Λίβιου στην περραιβική Τρίπολη, της οποίας το όνομα «παρεφθαρμένως διεσώθηκε» έως τότε. Η περραιβική Τρίπολη, ωστόσο, συγχέεται με την αναφορά του Στράβωνα στην Τριπολίτιδα της Πελαγονίας η οποία εκτείνεται βορειότερα της Μακεδονίας. Κατά τον Ν. Γεωργιάδη η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο που συναποτελούσαν την περραιβική Τρίπολη ήταν μεν μικρές και ασήμαντες πόλεις, όμως στάθηκαν πολύ σπουδαίες για την υπεράσπιση όλης της Θεσσαλίας, καθώς επικρατούσαν σε δύο εισόδους από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία: στη διάβαση της Βολουστάνας και στο στενό της Πέτρας. Οι Δωριείς με την εγκατάστασή τους στην περιοχή εισήγαγαν τη λατρεία του Απόλλωνα.[50] Στα περισσότερα χωριά της περιοχής της αρχαίας περραιβικής Τρίπολης, στα οποία ο Ν. Γεωργιάδης περιηγήθηκε διαπίστωσε αρχαία ελληνικά λείψανα. Στο χωριό «Σέλος» (σ.σ. σημερινό Πύθιο),[51] βασιζόμενος στις μαρτυρίες του Πλουτάρχου και του Τιτου Λίβιου, θεώρησε το αρχαίο Πύθιο ως την πρωτεύουσα της περραιβικής Τρίπολης, ενώ διαπίστωσε και αρχαία κατάλοιπα.[52]
ii. Διατυπώσεις της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας
Το αρχαίο Πύθιο, το οποίο επισημάνθηκε στις θέσεις «Άγιοι Απόστολοι» και «Τοπόλιανη», στις παρυφές του Ολύμπου, ήταν ο ιερός τόπος του Πυθίου Απόλλωνα -θεός τον οποίο σέβονταν όλοι οι Περραιβοί.[53] Το όνομα της πόλης του Πυθίου βρέθηκε σε επιγραφή από τους Δελφούς. Στο λόφο «Άγιοι Απόστολοι» έχουν ανασκαφεί δύο ναοί ρωμαϊκών χρόνων, αφιερωμένοι στον Απόλλωνα Πύθιο και στον Ποσειδώνα Πατρώο,[54] ενώ από την ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας, έχουν έρθει στο φως συνολικά τρεις ναοί: Απόλλων Πύθιος, Ποσειδών Πατρώος και Άρτεμις. Οι ναοί χρονολογούνται στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου, ενώ κάτω από την τελευταία υπήρχε πρωιμότερη οικοδομική φάση.[55] Το πρώτο ιερό πιθανόν να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων των Ρωμαίων και η εμβέλεια των νέων ναών, που αναγέρθηκαν με εντολή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, ξεπερνούσε το πανθεσσαλικό επίπεδο. Οι μύθοι που αναπτύχθηκαν γύρω από το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα συσχέτισαν τη λατρεία του Απόλλωνα με τους Δελφούς.[56] Ωστόσο, οι τελετές είχαν την προέλευσή τους στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής των Τεμπών, δηλαδή στους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς.[57] Ακόμη, ο Απόλλωνας λατρεύτηκε ως Λύκειος και ως Δώρειος. Σύμφωνα με τις επιγραφές που βρέθηκαν από την ΙΕ΄ ΕΚΠΑ διαπιστώθηκε ότι στο πανάρχαιο ιερό υπήρχαν σύνναοι θεοί όπως ο Ασκληπιός, ο Δίας Κεραύνιος και η Αφροδίτη.[58] Στο αρχαίο Πύθιο απαντάται, ακόμη, η λατρεία της Αρτέμιδος με τα προσωνύμια Ειλειθυία, Φωσφόρου και Αγαγυλαίας. Λατρευόταν η θεά Ενοδία με το προσωνύμιο «Πατρώα», ο Ηρακλής, η Δήμητρα και πιθανόν ο Διόνυσος και η Θέμις. Τέλος, στο Πύθιο μαρτυρείται και η αυτοκρατορική λατρεία.[59]
Στη θέση «Άγιοι Απόστολοι» του Πυθίου, πιθανότατα σώζονται ερείπια της παλαιοχριστιανικής περιόδου, όπως είχαν επισημάνει και οι Α. Αρβανιτόπουλος και Δ. Θεοχάρης. Στα ανατολικά του οικισμού, στο λόφο που ονομάζεται «Καστρί», σώζονται ερείπια βυζαντινού κάστρου, ενός κεντρικού πύργου, ενώ εντοπίστηκε και μια μεγάλη κινστέρνα. Στους πρόποδες του ίδιου λόφου εντοπίστηκαν Ασκητήρια, τα οποία χρονολογούνται στα 1339 επί Ανδρονίκου και Άννης αυτοκρατόρων.[60]
Η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή του Πυθίου και της θέσης «Τοπόλιανης» έφερε στο φως πλήθος νομισμάτων που εντάσσονται κυρίως στην εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων (1081-1204). Ωστόσο, στη συλλογή εντάσσονται και τρία νομίσματα της εποχής του Θεοδώρου Α’ Λάσκαρη (1208-1222) από το νομισματοκοπείο της Νίκαιας. Τα νομίσματα στην πλειοψηφία τους απεικονίζουν τον Χριστό και την Θεοτόκο. Από την έρευνα προέκυψε πως η αποκλειστική παρουσία του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης, καθώς είναι εμφανής η έλλειψη νομισμάτων από το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης και από το γειτονικό Δεσποτάτο της Ηπείρου, φανερώνει τους στενούς δεσμούς της περιοχής της Ελασσόνας με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, εκτός και αν ο κάτοχος της συλλογής των νομισμάτων επέλεξε να αποταμιεύσει κοπές του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης επειδή τις θεωρούσε πολυτιμότερες. Οι συλλογές των νομισμάτων τόσο του Πυθίου όσο και οι άλλες που ήρθαν στο φως (Μικρού Ελευθεροχωρίου, Λιβαδίου, Αργυροπουλίου) μαρτυρούν ότι οι κοπές της περιόδου πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους διατηρούσαν την αγοραστική τους αξία κάτω από τις νέες πολιτικές συνθήκες του 13ου αιώνα.[61]
Επίλογος
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υποκειμενικότητα των αρχαίων συγγραφέων και των σύγχρονων μελετητών, καθώς και την αδυναμία διατύπωσης καθολικών συμπερασμάτων η οποία απορρέει από την ελλιπή γνώση και από την αδυναμία αντίληψης της βιωμένης αίσθησης των ανθρώπων του παρελθόντος, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Περραιβία και οι Περραιβοί αντανακλώνται -έστω διαθλασμένα- στο παρελθόν, καθώς αναφέρονται σε αρχαίες γραπτές μαρτυρίες και ανασύρονται νέα δεδομένα από την αρχαιολογική έρευνα, ως στοιχεία του μύθου και της ιστορίας. Παραδίδονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσα από την Ιλιάδα του Ομήρου, την Αργοναυτική Εκστρατεία, τους ομηρικούς ύμνους, το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου και την Κενταυρομαχία. Ο Αισχύλος την περιλαμβάνει στους Ικέτιδες. Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, ο Πολύβιος και ο Τίτος Λίβιος αναφέρονται σ’ αυτήν κι έτσι, ως ένα βαθμό, διαπιστώνεται ότι ο περραιβικός τόπος διαδραμάτισε ορισμένο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, πιθανόν λόγω της κομβικής του θέσης. Η σύγχρονη έρευνα αποδίδει στην Περραιβία έντεκα πόλεις συν τέσσερις οικισμούς τους οποίους αδυνατεί να προσδιορίσει ως αυτόνομες πόλεις.
Η περραιβική Τρίπολη, βορειότερα της Περραιβίας, λόγω της γεωγραφικής θέσης, αποτέλεσε πιθανόν βασικό οχύρωμα σημαντικών περασμάτων από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία και αντίστροφα. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. μέχρι και την «απελευθέρωση» των Ελλήνων το 196 π.Χ. από τον Τίτο Φλαμινίνο, η Τρίπολη, μάλλον, ανήκε στη Μακεδονία. Η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο μαρτυρούνται ξεχωριστά από τον Πολύβιο και τον Τίτο Λίβιο. Η ομοσπονδία των τριών πόλεων, η οποία περιλάμβανε έναν επικεφαλής στρατηγό, κοινό στρατό, νομίσματα, λατρείες και γιορτές, τεκμηριώνεται από τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα, όπως και η λατρεία διάφορων θεοτήτων στις πόλεις αυτές.
Τις πόλεις της περραιβικής Τρίπολης επιχείρησαν να τις τοποθετήσουν γεωγραφικά τόσο αρκετοί περιηγητές των προηγούμενων αιώνων όσο και οι σύγχρονοι μελετητές. Είναι, αποσαφηνισμένο, ωστόσο, ότι τα ίδια αρχαιολογικά δεδομένα επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες. Η αρχαία Άζωρος ταυτίζεται με τις αρχαιολογικές θέσεις «Καστρί», «Παλιοκκλήσι», «Άγιος Αθανάσιος» και «Κοπάνα», οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Για τη θέση της αρχαίας Δολίχης υφίσταται η διαφωνία μεταξύ των αρμοδίων Εφορειών Αρχαιοτήτων. Η ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων την τοποθέτησε, με επιφύλαξη, στον αρχαιολογικό χώρο νοτιοανατολικά της κοινότητας του Σαρανταπόρου, ενώ η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τοποθέτησε τη Δολίχη από την αρχαιότητα μέχρι τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, με ασφάλεια, στον αρχαιολογικό χώρο «Καστρί Δολίχης». Το αρχαίο Πύθιο ταυτίζεται με τις θέσεις «Άγιοι Απόστολοι» και «Τοπόλιανη».
___________________________________________________________________________
[1] Renfrew και Bahn (2001), σ.σ. 38-9, 498-9.
[2] Hodder (2002), σ.σ. 34-8, 40-2, 50-2, 278-80.
[3] Νικολάου (2012), σ. 222.
[4] Ντάσιος (2012), σ. 219.
[5] Hansen και Nielsen (2004), σ.σ. 721-3, 726-7.
[6] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβκή Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού. Βλ., επίσης, Νικολάου (2012), σ. 222.
[7] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. ΟΔΥΣΣΕΥΣ. Στο Υπουργείο Πολιτισμού. «Στο συγκεκριμένο ιστότοπο του Υπουργείου Πολιτισμού αναφέρεται λανθασμένα ότι στη μια όψη του νομίσματος απεικονίζεται τρίαινα με την επιγραφή «Τριπολιτάν»».
[8] Αρβανιτόπουλος (1929), σ.σ. 198-219.
[9] Αρβανιτόπουλος (1913), σ. 107 «Αγγελίαι Περραιβίας και άνω Εστιαιώτιδος» και Αρβανιτόπουλος (1913), σ. 246, «Αι Απελευθερωθείσαι Χώραι. Άνω Εστιαιώτις· Μακεδονία, Περραιβία».
[10] Titus Livius (αρχαίες πηγές). History of Rome. V.III. Στο Haystack. Electronic Literature Archive.
[11] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ. 87.
[12] Νικολάου (2012), σ. 222.
[13] Hansen και Nielsen (2004), σ.σ. 721-2. Βλ., επίσης, Ρακατσάνης (2004), σ. 87, σημ. 347. Πολύβιος XXVIII, 13,1: «Οἱ δὲ περὶ τὸν Πολύβιον καταλαβόντες τοὺς Ῥωμαίους ἐκ μὲν τῆς Θετταλίας κεκινηκότας, τῆς δὲ Περραιβίας στρατοπεδεύοντας Ἀζωρίου μεταξὺ καὶ Δολίχης».
[14] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Αιμίλιος Παύλος – Τιμολέων, σ.σ. 60-3. «Ὁ δ’ Αἰμίλιος ἡμέρας μέν τινας ἠρέμει, καί φασι μήποτε τηλικούτων στρατοπέδων ἐγγὺς οὕτω συνελθόντων ἡσυχίαν γενέσθαι τοσαύτην. ἐπεὶ δὲ κινῶν ἅπαντα καὶ πειρώμενος ἐπυνθάνετο μίαν εἰσβολὴν ἔτι μόνον ἄφρουρον ἀπολείπεσθαι τὴν διὰ Περραιβίας παρὰ τὸ Πύθιον καὶ τὴν Πέτραν, τῷ μὴ φυλάττεσθαι τὸν τόπον ἐλπίσας μᾶλλον ἢ δι’ ἣν οὐκ ἐφυλάττετο δυσχωρίαν καὶ τραχύτητα δείσας, ἐβουλεύετο. […] Ἐπεὶ δ’ ἐδείπνησαν οἱ στρατιῶται καὶ σκότος ἐγένετο, τοῖς ἡγεμόσι φράσας τὸ ἀληθὲς ἦγε διὰ νυκτὸς τὴν ἐναντίαν ἀπὸ θαλάσσης, καὶ καταλύσας ἀνέπαυε τὴν στρατιὰν ὑπὸ τὸ Πύθιον. ἐνταῦθα τοῦ Ὀλύμπου τὸ ὕψος ἀνατείνει πλέον ἢ δέκα σταδίους· σημαίνεται δ’ ἐπιγράμματι τοῦ μετρήσαντος οὕτως. ».
[15] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 308-9.
[16] Κουγιουμτζόγλου (2010), σ. 553.
[17] Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 389-90 και Υποσημείωση 2: Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 4,3,8. [J. Haury – G. Wirth (εκδ. Λειψία, 1964), στο «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[18] Smith (1854) σ.σ. 354-355. «Azorus (Άζωρος, Αζώριον), a town in Perrhaebia in Thessaly, situated at the foot of Mount Olympus. Azorus, with the two neighbouring towns of Pythium and Doliche, formed a Tripolis. There was, also a town of the name of Azorus in pelagonis in Macedonia». Σύμφωνα με τον Στράβωνα (βιβλίο Ζ΄) η Πελαγονία λεγόταν Τριπολίτιδα, ενώ υπήρχε στην περιοχή και πόλη που ονομαζόταν Άζωρος. Βλ. Στράβων (αρχαίες πηγές), Γεωγραφικών Ζ, VII.9. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ.
[19] Η κοινότητα της Βουβάλας του νομού Λάρισας μετονομάσθηκε σε «Άζωρος» το έτος 1984 (ΦΕΚ Α, 36/1984, σ. 391). Βλ. Αναζήτηση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές). Στο Εθνικό Τυπογραφείο.
[20] Leake (1835), σ. 342. «If Pythium was in the situation which I have indicated (σσ. δηλ. στη σημερινή του θέση), we may with some probability place Azorus at Vouvala; for, as Strabo remarks that Azorus was 120 stades distant from Oxyneia on Ion, which was a branch of the Peneius, it may be inferred, whether the distance be correct or not, that Azorus was the most south-westerly of the towns of Tripolitis which agrees with the position of Vuvala».
[21] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ. 86.
[22] Κουγιουμτζόγλου (2010), σ. 550.
[23] Νικολάου (2012), σ.σ. 222-3.
[24] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβκή Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[25] Νικολάου (2012), σ.σ. 222-3.
[26] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ.σ. 86-9.
[27] Ως έτος κτίσεως της Βασιλικής της Αζώρου στη θέση «Παλιοκκλήσι» από την έρευνα προσεγγίζεται το έτος 406 μ.Χ. [βλ. Κουγιουμτζόγλου (2010), σ. 553].
[28] Δεριζιώτης (2000), σ.σ. 189-195. Δεριζιώτης (2004), σ.σ. 64-70. Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 636-7, «Αρχαιολογικά Ευρήματα της Παλαιοχριστιανικής Περραιβικής Τρίπολης». Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 390-2, «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες». Δεριζιώτης, Λ. (διαδικτυακές πηγές) Άζωρος, στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[29] Για τη χρονολόγηση της Βασιλικής της Μηλέας στη θέση «Αγία Τριάδα» βλ. Κουγιουμτζόγλου (2010), σ. 553.
[30] Δεριζιώτης (2006), σ. 637, «Αρχαιολογικά Ευρήματα της Παλαιοχριστιανικής Περραιβικής Τρίπολης». Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 392-3, «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[31] Ο Συνοικισμός «Δούχλιστα» που υπαγόταν στην κοινότητα του Πυθίου, το έτος 1928 μετονομάσθηκε σε «Δολίχη» (ΦΕΚ Α, 156/1928, σ. 1229). Βλ. Αναζήτηση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές). Στο Εθνικό Τυπογραφείο.
[32] Leake (1835), σ. 344. «At the northen extremity of this ridge are some remains of a fortress on th summit of a peaked hill, which we leave a little on our right, and a few minutes afterwards arrive at the small village of Duklista, situated at the foot of the same heights, where in a ruined church are two fragments of Doric columns 2 feet 8 inches in diameter, and in the burying – ground a sepulchral stone, together with some square blocs. These remains, combined with the name Duklista, seem to indicate the site of Doliche, the third city of the Tripolitis».
[33] Smith (1854), σ. 797. «Doliche (Δολίχη), a town in Perrhaebia in Thessaly, situated at the foot of Mount Olympus. Doliche, with the two neighbouring towns of Azorus and Pythium, formed a Tripolis. Leake identifies it with the small village Duklista., “where in a ruined church are two fragments of Doric columns 2 feet 8 inches in diameter, and in the burying – ground a sepulchral stone, together with some square blocs”.
[34] Heuzey (1860), σ.σ. 41-4. «En meme temps, des ruines beaucoup plus recentes nous montrent que Doliche, citee une seule fois dans l’ histoire, resta pourtant, au moins jusqu’ a la fin de l’ empire romain, un des remparts de la province».
[35] Stählin (1924), σ. 21. «Wenn Azoros bei Vuväla lag, so muß Deliehe östlich davongesucht werden, da ja ungefähr bei Lakudi die Wege wischen beiden Städten sich trennten, Ferner lag Deliehe im N der Tripolis. Denn es grenzte an die Elimiotis».
[36] Γεωργιάδης (1880), σ. 272.
[37] Cohen (2006), σ.σ. 155-6. Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν το μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα ελληνιστικά βασίλεια [βλ. Αρριανός (αρχαίες πηγές), Αλεξάνδρου Ανάβαση, 7,22,5] και καταλάμβανε τη Συρία από τον Ευφράτη μέχρι τη θάλασσα, καθώς και την ενδοχώρα της Φρυγίας [βλ. Αππιανός (αρχαίες πηγές), Συριακή, 9,55-56]. Εξάλλου, το βασίλειο χαρακτηριζόταν από την ανάγκη ίδρυσης νέων πόλεων, οι οποίες θα είχαν ελληνικά ονόματα και οργάνωση, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επικράτηση των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε πληθυσμούς που χαρακτηρίζονταν από ανομοιογένεια [βλ. Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 23]. Όταν το κέντρο βάρους της εξουσία του Σέλευκου μεταφέρθηκε από την Περσία στη Συρία, φοβούμενος τις επεκτατικές πρωτοβουλίες του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, που αποσκοπούσαν στην επέκταση της κυριαρχίας του στη Μικρά Ασία, οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν στη Συρία είχαν πλέον στρατιωτικό ενδιαφέρον [βλ. Mondadori (2000), σ.119]. Η συριακή Δολίχη έμεινε στην ιστορία για την ιδιότυπη λατρεία του Διός Δολιχηνού. Η θεότητα προέκυψε από τη συγχώνευση της ελληνικής θεότητας του Δία με την φοινικικο-βαβυλωνιακή του Βάαλ. Στον ναό του Διός Δολιχηνού, ο θεός παριστανόταν με διπλό πέλεκυ και κεραυνό και εθεωρείτο ως προστάτης του πολέμου και της νίκης [βλ. Cohen (2006), σ.σ. 155-6].
[38] Hansen και Nielsen (2004), σ. 723.
[39] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ». Υπουργείο Πολιτισμού.
[40] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ.σ. 90-1.
[41] Ο αρχαιολογικός χώρος «Καστρί Δολίχης», ο οποίος ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, σήμερα -όπως έχει διαμορφωθεί η διοικητική δομή των κοινοτήτων τα τελευταία χρόνια- βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια της κοινότητας Λιβαδίου Ελασσόνας. Απέχει, περίπου, τρία χιλιόμετρα δυτικά της σημερινής Δολίχης.
[42] Για τη Βασιλική Β’ και την Ακρόπολη, βλ. Δεριζιώτης (2009), σ.σ. 475-87.
[43] Δεριζιώτης (2007), σ.σ. 33-64.
[44] Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 638-42, «Αρχαιολογικά Ευρήματα της Παλαιοχριστιανικής Περραιβικής Τρίπολης». Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 393-6, «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[45] Νικολάου (2012), σ. 224.
[46] Τσιάκα Ασημίνα (διαδικτυακές πηγές, 2012). Ευρήματα από τις Ανασκαφές στη Δολίχη και την ευρύτερη περιοχή. Στον Πολιτιστικό Σύλλογο Δολίχης «Η Τριπολίτιδα».
[47] Πασσαλή (1990), σ.σ. 73-4.
[48] Smith (1856), σ.σ 688-9. «Pytihium (Πύθιον), a town in Perrhaebia in Thessaly, situated at the foot of Mount Olympus. and forming a Tripolis with the two neighbouring towns of Azorus and Doliche. Pytium derived its name from a temple of Apollo Pythius situated on one of the summits of Olympus, as we learn from an epigram of Xeinagoras, a greek mathematician, who measured the height of Olympus from these parts. Games were also celebrated here in honour of Apollo. Pythium commanded an important pass across Mount Olympus. This pass and that of Tempe are the only two leading from Macedonia into the north-east of Thessaly. Leake therefore places Pythium on the angle of the plain between Kokkinoplo and Livadhi, through no remains of the ancient town have been discovered there».
[49] Leake (1835), σ. 341. «Of these (towns of Tripolis), Pythium appears to have stood exactly at the foot of Olympus, as well from its having been the point from which Xenagoras, a geometrician and poet, measured the perpendicular height of Olympus, as from its having been in the road across the mountain Petra, since both Livy and Plutarch couple Pythium with Petra in describing the route by which Scipio Nasica crossed Mount Olympus into the rear of the position of Perseus on the Enipeus».
[50] Γεωργιάδης (1880), σ.σ. 269-70.
[51] Η κοινότητα «Σέλος» το έτος 1928 μετονομάσθηκε σε κοινότητα «Πυθίου» (ΦΕΚ Α, 156/1928, σ. 1229). Βλ. Αναζήτηση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές). Στο Εθνικό Τυπογραφείο.
[52] Γεωργιάδης (1880), σ.σ. 270-1.
[53] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ. 71. Βλ., επίσης, ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[54] Νικολάου (2012), σ. 222.
[55] Μπάτζιου-Ευσταθίου (διαδικτυακές πηγές, 2012), Η Κοιλάδα των Τεμπών. Στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
[56] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[57] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ. 72.
[58] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[59] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ.σ. 77, 81-2, 85-6.
[60] Δεριζιώτης (2006), σ. 396, «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[61] Βλαχάκη (2009), σ.σ. 489-495.